Γυρνώ στο δρόμο της Αλέκας, χειμώνας και δεν έμεινε κανένας να πει πως είναι εδώ, να πει πως βγήκε απ’ το δωμάτιο της τρέλας, ο αέρας είναι κρύος, έτσι όπως τον θέλω για να σβήνει τη βότκα που ανάβει μέσα μου φωτιά, που σβήνει τα χνάρια που άφησε πίσω η καρδιά, κινούμε ενστικτωδώς ελευθερία στο μυαλό μου και όλα μοιάζουν να υποκλίνονται μπροστά στο εγώ, περνώ το πάρκο που σα δράκοι μεγαλώναμε, τα όνειρα όσων μας θέλανε ρομπότ σκοτώναμε, βλέπω τα tags, τα bombs, ακούω τα raps, από μας για εμάς το κάναμε εξαρχής, άστο, είναι μια φράση μόνο κάτω «ένας ίσον κανένας», αν κάτι μου θυμίζει το κρατάω για εμένα κι αν ήτανε γραφτό να καταλάβεις τι εννοώ συνόδεψε το βρυχηθμό για να σε βρω.
Κλείνω τα μάτια μου να διευκολυνθώ, κλείνω το στόμα μου κουβέντα δε θα πω, ξέρω πως απόψε δε θα κοιμηθώ, θα χαθώ μέσα στις σκέψεις να λυτρωθώ, ζω ψιθυρίζοντας, να μην ακουστώ, την πλάτη από συνήθεια γυρνώ, να μην προδοθώ, κι η ματαιότητα σαν κόμπος στο λαιμό, θυμίζει ότι δεν υπάρχει λόγος να ντραπώ.
Ήσουν πεσμένη κάτω, σε σήκωσα, σε ξέπλυνα κι αφού είχες τη λάμψη μες το συνδικάτο σ’ έβαλα και σ’ έχω βασίλισσα, όταν μιλάς όλοι να σε προσέχουν και αν εχθροί υπάρχουν στο μυαλό τους θα σε έχουν σαν τσουνάμι, που στα όνειρα τους σκάει κι όλα γυαλιά καρφιά τα κάνει και τούτο τ’ όνειρο κανείς δε ζει κι ανάθεμα αν ξεπλένει την ντροπή μας η βροχή, θα μέναμε για πάντα αφιλότιμοι κι εσύ θα ‘λεγες σίγουρα πως μας αξίζει φυλακή, επειδή έγινε μια ληστεία ή έπεσε μια πέτρα, ή κάπνισες μια τζούρα μαύρο να φύγουν τα νεύρα, φυλακή θα πει γαλήνη και πως δεν είσαι εντάξει κι αμφιβάλω αν αξίζει στον κόσμο τους τέτοια τάξη, είναι η σχολή κακών τεχνών και δε θα αράξει, θα μείνει για πάντα τον τοίχο του δρόμου να βάψει.
Κλείνω τα μάτια μου να διευκολυνθώ, κλείνω το στόμα μου κουβέντα δε θα πω, ξέρω πως απόψε δε θα κοιμηθώ, θα χαθώ μέσα στις σκέψεις να λυτρωθώ, ζω ψιθυρίζοντας, να μην ακουστώ, την πλάτη από συνήθεια γυρνώ, να μην προδοθώ, κι η ματαιότητα σαν κόμπος στο λαιμό, θυμίζει ότι δεν υπάρχει λόγος να ντραπώ.
Αν απομείναν μέσα σου τρελές και ανεκπλήρωτες ευχές θέλω να αρχίσεις να τις κάνεις πράξη, δεν είναι αργά, πάψε να κλαις κι όλο στα δύσκολα ξενέρωσα να λες, όταν τα’ αγαπάς τότε δεν πεθαίνει, όπως και η καρδιά μας, που όσο θα χτυπά αγάπη περιμένει να δεχτεί κι αν δεν της κάνεις τα χατίρια θα ‘ναι απογοητευμένη κι εγώ κι εσύ θα ‘μαστε ξένοι, όπως συνεπιβάτες σε λεωφορεία που μια καλημέρα να ανταλλάξουν τους φένεται αστεία κίνηση και προτιμούν τη μήνυση ή τη δυσφήμηση, είμαι απ’ το λόφο των τρελών που στήνουνε χορό κι όλοι είναι ευπρόσδεκτοι να δουν ποια είναι η φάση που στηρίζω και τόσο λίγο μιλώ, έλα, κάνε τον κόπο να ανέβεις, έλα σαν άνθρωπος, έλα με τον αληθινό σου εαυτό ή έλα να βρεις αν δεν τον έχεις βρει ακόμα κάπου γύρω εδώ.
Βύρωνας, εν έτη 15, 2000 μ.Χ.
Παλιά κι ανώριμη σχολή, απ’ το ΄99 για τη στιγμή…